- τηνικάδε
- Αεπίρρ.1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.)2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.)3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ.β. «τηνικάδε τοῡ καιροῡ», Αιλ.)4. φρ. «ὁρῶν τηνικάδε» — όταν είδε (Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηνίκα + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε* (Ι), πρβλ. ἐνθά-δε].
Dictionary of Greek. 2013.